- συνακτήριον
- συνακτήριονassemblyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνακτήριον — το, Μ βλ. συνακτήριος … Dictionary of Greek
συνακτηρίων — συνακτήριον assembly neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνακτήρια — συνακτήριον assembly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνακτήριος — ία, ον, Μ 1. αυτός που καλεί σε σύναξη, σε συνάθροιση («τῶν τῆς ἐκκλησίας συνακτηρίων κωδώνων», Παχυμ. Γ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνακτήριον α) τόπος συγκέντρωσης β) τόπος προσευχής, ευκτήριος οίκος γ) σύναξη, σύνολο συγκεντρωμένων ανθρώπων δ)… … Dictionary of Greek